- λαμπρότητα
- η (AM λαμπρότης, -ητος) [λαμπρός]1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.)2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείονεοελλ.φρ. α) αστρον. «λαμπρότητα αστέρα» — μέγεθος που χαρακτηρίζει την υποκειμενική εντύπωση, λιγότερο ή περισσότερο έντονη, την οποία προκαλεί στο μάτι ενός παρατηρητή το φως ενός αστέρα και η οποία συναρτάται με το φαινόμενο μέγεθος τού αστέραβ) (μετεωρ.) «λαμπρότητα τού ουρανού» — η ποσότητα τής φωτεινής ακτινοβολίας που προέρχεται από τον ουρανό και φθάνει σε έναν παρατηρητή από οποιαδήποτε διεύθυνση(μσν. -αρχ.)1. δόξα, φήμη, υπόληψη («ἀπὸ οἵας λαμπρότητος... ἐς οἵαν... τελευτὴν ἀφῑκτο», Θουκ.)2. φρ. «ἡ σὴ λαμπρότης» — η εκλαμπρότητά σου, η μεγαλειότητά σουαρχ.1. (για τη φωνή) ευκρίνεια2. επιβλητικότητα, μεγαλοπρέπεια («λαμπρότητες λόγου», Φιλόστρ.)3. γενναιοδωρία («τίς οὖν ἡ λαμπρότης, ἢ τίνες αἱ λῃτουργίαι καὶ τὰ σέμν' ἀναλώματα τούτου;», Δημοσθ.)4. στον πληθ. αἱ λαμπρότητεςοι τιμητικές διακρίσεις («καὶ τὰς τιμάς καὶ λαμπρότητας ἀκινδυνοτέρας ἔχειν τὴν εἰρήνην», Θουκ.)5. φρ. «λαμπρότης ψυχής» — μεγαλοψυχία.
Dictionary of Greek. 2013.